συνυπόστατος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.

Greek Monolingual

-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.