σφαιρόμορφος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής, Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].