πελτάζω

Revision as of 21:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

(πέλτη) serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.

German (Pape)

[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.

French (Bailly abrégé)

servir comme peltaste, càd dans l'infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελτάζω [πέλτη] milit. peltast zijn.

Russian (Dvoretsky)

πελτάζω: служить в пельтастах, быть пельтастом Xen.

Greek Monolingual

Α πέλτη
1. είμαι οπλισμένος με πέλτη, υπηρετώ ως πελταστής
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος.

Greek Monotonic

πελτάζω: μέλ. -σω (πέλτη), υπηρετώ ως πελταστής, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.

Middle Liddell

πελτάζω, fut. -σω πέλτη
to serve as a targeteer, Xen.