πελταστής
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
πελταστοῦ, ὁ,
A peltast, one who bears a light shield (πέλτη), targeteer, E.Rh. 311, Th. 2.29, Lys. 19.21, X.Cyr. 2.1.5.
II in plural, generally, πελτασταί = light troops, Id.HG4.4.16, IG12.97.17,99.5, etc.
German (Pape)
[Seite 551] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, ὅπλον, einen kleinen u. leichten, πέλτη führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
peltaste, soldat d'infanterie légère armé du bouclier πέλτη.
Étymologie: πελτάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελταστής -οῦ, ὁ [πέλτη] peltast (infanterist met een licht schild); plur. πελτασταί = lichte infanterie.
Russian (Dvoretsky)
πελταστής: οῦ ὁ вооруженный легким щитом, легковооруженный пехотинец, пельтаст Thuc., Eur., Xen. etc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
στρατ.
1. στρατιώτης οπλισμένος με πέλτη, ελαφριά ασπίδα
2. στον πληθ. οἱ πελτασταί
σώματα ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν πέλτη, μικρή ασπίδα με σχήμα μηνοειδές, καθώς και ακόντιο, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν κράνος και έφεραν επίσης ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν θέση μεταξύ τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ συχνά αναφέρονται και κοντά στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική δύναμη αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της φάλαγγας έχασαν την αξία τους κι έπεσαν σε παρακμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελτάζω ή < πέλτη + κατάλ. -στής (πρβλ. ασπιστής)].
Greek Monotonic
πελταστής: -οῦ, ὁ (πελτάζω), αυτός που φέρει ελαφριά ασπίδα (πέλτη) αντί για βαρύ ὅπλον, ο πελταστής, Λατ. cetratus, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν ανάμεσα στους ὁπλῖταις και στους ψιλούς.
Greek (Liddell-Scott)
πελταστής: -οῦ, ὁ, (πελτάζω) στρατιώτης φέρων πέλτην ἤτοι ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· συχνάκις μνημονεύονται μετὰ τῶν τοξοτῶν, οἷον Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· ἐντεῦθεν οἱ πελτασταί, καθόλου ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. πέλτη.
Middle Liddell
πελταστής, οῦ, ὁ, πελτάζω
one who bears a light shield (πέλτἠ instead of the heavy ὅπλον, a targeteer, Lat. cetratus, Eur., Thuc., etc. The peltasts held a place between the ὁπλῖται and ψιλοί.
Wikipedia EN
A peltast (Greek: πελταστής peltastes) was a type of light infantryman, originating in Thrace and Paeonia, and named after the kind of shield he carried. Thucydides mentions the Thracian peltasts, while Xenophon in the Anabasis distinguishes the Thracian and Greek peltast troops. The peltast often served as a skirmisher in Hellenic and Hellenistic armies. In the Medieval period, the same term was used for a type of Byzantine infantryman.
Wikipedia RU
Пельтасты (др.-греч. πελταστής) — разновидность лёгкой пехоты в Древней Греции, часто использовались как застрельщики, метавшие дротики. Получили наименование по названию щита — пелта; в сражениях, как правило, играли вспомогательную роль, но известны случаи (Битва при Лехее), когда при численном превосходстве разбивали фалангу, лишённую прикрытия из конницы и лёгкой пехоты.
Mantoulidis Etymological
(=στρατιώτης μέ μικρή ἀσπίδα). Ἀπό τό πελτάζω (=ὑπηρετῶ σάν πελταστής) πού παράγεται ἀπό τό πέλτη.
Παράγωγα: πελταστικός.
Lexicon Thucydideum
cetratus, shield-bearing, 2.29.5. 2.79.4. 2.79.44.28.4. 32 4.2.1. 4.93.3, 4.111.1. 4.28.2. 4.123.4. 4.129.2. 5.6.4. 5.6.45.10.9, 5.10.95.10.1. 7.27.1.
Translations
az: peltastlar; be: пелтасты; bg: пелтаст; ca: peltasta; cs: peltast; da: peltast; de: Peltast; el: πελταστής; en: peltast; eo: peltasto; es: peltasta; fa: پلتست; fr: peltaste; he: פלטסט; hu: peltasztész; id: peltastes; io: peltasto; it: peltasta; ja: ペルタスト; ko: 펠타스트; la: peltastae; mr: पेल्टास्ट; nl: peltast; no: peltast; oc: peltasta; pl: peltasta; pt: peltasta; ro: peltast; ru: пельтасты; sh: peltasti; sr: пелтасти; sv: peltast; uk: пельтасти