δέσματα
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Russian (Dvoretsky)
δέσματα: τά
1) узы, путы, оковы (σιδήρεα Hom.);
2) головная повязка (ἀπὸ κρατὸς χέε δ. Hom.).
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
δέσματα: τά
1) узы, путы, оковы (σιδήρεα Hom.);
2) головная повязка (ἀπὸ κρατὸς χέε δ. Hom.).