χέε

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. poét. de χέω.

Greek Monotonic

χέε: Επικ. αντί ἔχεε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του χέω.

Russian (Dvoretsky)

χέε: эп. 3 л. sing. impf. к χέω.