θέτης

Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, (τίθημι) A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.

German (Pape)

[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.

Russian (Dvoretsky)

θέτης: ου ὁ τίθημι
1) кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2) юр. вносящий залог, вкладчик Isae.

Greek (Liddell-Scott)

θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18· πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.· πρβλ. θέσις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτιθέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.