ξένο

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

και ξένον, το
χημ.
αμέταλλο και σπανιότατο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων και έχει σύμβολο Xe και ατομικό αριθμό 54.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xenon < ξένον, ουδ. του επιθ. ξένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].