λευκά
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek (Liddell-Scott)
λευκά: τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ λευκός, ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.
Russian (Dvoretsky)
λευκά: τά
1) (sc. ἱμάτια) белые одежды (λ. φέρειν ἐν τοῖς πένθεσι Plut.);
2) мед. бели (лат. fluor albus) Arst.