ἀποπαρθενεύω

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 318] entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπαρθενεύω: ἀποστερῶ τῆς παρθενίας, διακορεύω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).

Spanish (DGE)

1 en v. act. mantenerse virgen (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς Eu.Matt.19.12), Meth.Symp.1.1 (p.7.13).
2 en v. med. dejar de ser virgen entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.Aër.17.

Greek Monolingual

ἀποπαρθενεύω κ. ἀποπαρθενῶ (-όω) (Α)
ξεπαρθενεύω, διακορεύω.