ἀποπαρθενεύω
German (Pape)
[Seite 318] entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπαρθενεύω: ἀποστερῶ τῆς παρθενίας, διακορεύω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).
Spanish (DGE)
1 en v. act. mantenerse virgen (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς Eu.Matt.19.12), Meth.Symp.1.1 (p.7.13).
2 en v. med. dejar de ser virgen entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.Aër.17.
Greek Monolingual
ἀποπαρθενεύω κ. ἀποπαρθενῶ (-όω) (Α)
ξεπαρθενεύω, διακορεύω.