ξεπαρθενεύω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-παρθενεύω (αόρ. ἐξ-επαρθένευσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].