ἐμπλήκτως
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec véhémence;
2 follement, sans raison.
Étymologie: ἔμπληκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλήκτως:
1 необдуманно, порывисто: τὸ ἐ. ὀξύ Thuc. безрассудная поспешность;
2 легкомысленно (οὐκ ἐ., ἀλλ᾽ εὐκαίρως Isocr.).