необдуманно
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Russian > Greek
ἀβούλως, ῥᾳδίως, ῥηϊδίως, προχείρως, εἰκῇ, εἰκῆ, ἀνεπιστάτως, ἀπερισκέπτως, ἀπρονοήτως, ἀπροβούλως, ἀσκέπτως, ἀσκόπως, ἀφροντίστως, ἀνεπιλογίστως, ἐμπλήκτως, ἀκρίτως