γναπτός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Spanish (DGE)
γναμπτός, γναμπτή, γναμπτόν
• Alolema(s): γναπτός Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
•fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.
Greek (Liddell-Scott)
γναπτός: -ή, -όν, ἀδόκιμον, ἀντὶ τοῦ γναμπτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν
βλ. γναφτός.
{{pape |ptext=aufgekratzt, gewalkt, s. [[γναμπτός]. }}