γναμπτός

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναμπτός Medium diacritics: γναμπτός Low diacritics: γναμπτός Capitals: ΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: gnamptós Transliteration B: gnamptos Transliteration C: gnamptos Beta Code: gnampto/s

English (LSJ)

γναμπτή, γναμπτόν,
A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.
2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc.
3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.

Spanish (DGE)

γναμπτός, γναμπτή, γναμπτόν
• Alolema(s): γναπτός Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναμπτός -ή -όν γνάμπτω
1. gebogen, gekromd.
2. soepel, buigzaam, lenig, van ledematen; overdr. meegaand, gedwee:. νόημα γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.

German (Pape)

gekrümmt, gebogen; Hom. γναμπτῇσι γένυσσιν Il. 11.416, γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4.369, 12.332, γναμπτὰς ἕλικας Il. 18.401; ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, in den gebogenen, d.h. geschmeidigen, gelenkigen Gliedern, Versende, Il. 11.669, 24.359, Od. 11.394, 13.398, 430, 21.283; νόημα γναμπτόν, ein biegsamer Sinn, der sich erweichen läßt, Il. 24.41; – δρόμος Pind. I. 1.57.

Russian (Dvoretsky)

γναμπτός:
1 загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);
2 извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);
3 гибкий, податливый (μέλεα Hom.): νόημα γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.

Greek (Liddell-Scott)

γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.

English (Autenrieth)

(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.

English (Slater)

γναμπτός
1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)

Greek Monolingual

γναμπτός, -ή, -όν (Α) γνάμπτω
1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν»)
2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη)
3. ευμετάβολοςνόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).

Greek Monotonic

γναμπτός: -ή, -όν (γνάμπτω),
I. 1. σκαλισμένος, καμπύλος, λυγισμένος, σε Όμηρ.
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος, μαλακός, λέγεται για τα μέλη του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.
II. μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, έτοιμος να λυγίσω, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

γνάμπτω
I. curved, bent, Hom.
2. supple, pliant, of the limbs of living men, Hom.
II. metaph. to be bent, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.