ράπτω

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Mantoulidis Etymological

(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + πρόσφυμα τ → ράφτω → ράπτω.
Παράγωγα: ράμμα, ράπτης, ραπτικός, προσραπτέον, ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, ραφή, ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, ραψῳδός, ραψῳδία, ραψῳδῶ.