παλίρροπος

Revision as of 20:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

English (LSJ)

ον, toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] wankel, krom:. γόνυ knie Eur. El. 492.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροπος: согнутый, склоненный (γόνυ Eur.).

Greek Monolingual

παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].

Greek Monotonic

πᾰλίρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει προς τα πίσω, παλίρροπον γόνυ, γόνατο που λυγίζει από το βάρος του σώματος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.

Middle Liddell

πᾰλίρ-ροπος, ον, ῥέπω
inclining backwards, π. γόνυ backward-sinking knee, Eur.

German (Pape)

sich zurückwendend, gekrümmt, γόνυ, Eur. El. 492.