γόνατο

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

και γόνα και γόνυ, το (AM γόνυ, Μ και γόνατον)
1. η άρθρωση μεταξύ μηρού και κνήμης
2. κόμπος στον βλαστό του καλαμιού και άλλων φυτών
3. φρ. α) «έπεσα στα γόνατα του», «ἐς γόνατά τινι πεσεῖν», «ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν», «πίπτειν πρὸς τὰ γόνατά τινος» — ικετεύω, θερμοπαρακαλώ
β) «μού λύθηκαν τα γόνατα», «γούνατα λύτο» — έπεσα κάτω, κατέρρευσα
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «κλίνω το γόνυ» — γονατίζω σε ένδειξη σεβασμού ή ικεσίας
2. «πέφτω στα γόνατα», «πίπτω εἰς γόνυ» — γονατίζω, ικετεύω
3. «ὁ ἐπὶ τῶν γονάτων» — ο διάκονος που βοηθάει τον αρχιερέα να φορέσει τα άμφια του
νεοελλ.
φρ.
1. «ένα γόνα» — ένας πήχυς περίπου
2. «μού κόπηκαν τα γόνατα» — κατέρρευσα από υπερβολικό φόβο ή θλίψη
3. «γραμμένο στο γόνατο» — γραμμένο με προχειρότητα
4. «το γλέντι, ο χορός πήγε γόνα» — διασκεδάσαμε πάρα πολύ
5. «το παντελόνι κάνει γόνατα» — έχει χάσει τη φόρμα του, φαρδαίνει στο μέρος τών γονάτων
αρχ.
φρ.
1. «ἐν γούνασι πίτνων Νίκας» — είμαι νικητής
2. «ἐπὶ γούνασι» — γονατιστός
3. «ἐς γόνυ βάλλω» — καταβάλλω, κυριεύω
4. «θεών ἐν γούνασι κεῖται»
α) είναι αφιερωμένα στους θεούς
β) εξαρτάται από τους θεούς
5. «κάμπτω γόνυ» — γονατίζω για να ξεκουραστώ ή για να δείξω υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γόνυ, γόνατος (πρβλ. επικ. -ιων. γούνατος < γονF-ατος, επικ. γουνός < γονF-όs) εμφανίζει ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος, του οποίου η μηδενισμένη βαθμίδα (γνυ-) απαντά σε ορισμένους ελληνικούς τύπους, όπως: γνυ-ξ, «γνυπτείν
ασθενείν, μαλακίζεσθαι» (Ησύχ.), πιθ. πρόχνυ «στα γόνατα, γονατιστά» κ.ά. Εξάλλου το γόνυ συνδέεται με αντίστοιχες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
πρβλ. λατ. genū, χεττιτ. genu (απαθής βαθμίδα), το χαρ. A’ kan-wem, Β’ kenīne «τα δύο γόνατα» (ετεροιωμένη βαθμίδα)
αρχ. ινδ. pra-jnu, γοτθ. kniu (μηδενισμένη βαθμίδα) κ.ά. Η υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα γίγνομαι, γιγνώσκω αποτελούν παράγωγα του γόνυ (αν ληφθεί υπ' όψιν το αρχαίο έθιμο της επίσημης αναγνώρισης του παιδιού από τον πατέρα του με την τοποθέτηση του στα γόνατα του τελευταίου) δεν γίνεται ευρύτερα αποδεκτή λόγω μορφολογικών δυσχερειών. Η λ. γόνυ συνδέθηκε επίσης με τα γουνός «ύψωμα», γωνία, ιγνύη «το πίσω μέρος του γονάτου», ενώ αβάσιμος θεωρείται ο συσχετισμός με τη λ. γένυς. Τέλος, οι τύποι γόνατον και γόνα αποτελούν προϊόντα μεταπλασμών, και συγκεκριμένα: γόνατον < γόνατα, πληθ. του γόνυ κατά το σχήμα πρόβατα: πρόβατον
γόνα < γόνατα, πληθ. του γόνυ κατά το σχήμα τα πράγματα το πράγμα.
ΠΑΡ. γονατίδα (Α -ίς), γονατίζω, γονάτιο (AM -ιόν), γονατώδης
αρχ.
γονατούμαι, γουνάζομαι, γουνούμαι
μσν.
γονάτειον, γονάχιον
νεοελλ.
γοναταριά, γονατιά, γονατιέρα, γονυαίο.
ΣΥΝΘ. συνθετικό) γονυκλινής, γονυκλισία, γονυπετής
αρχ.
γονυαλγής, γονυκαμψεπίκυρτος, γονυκαυσαγρύπνα, γονύκροτος
μσν.- νεοελλ.
γονατόδεσμος
νεοελλ.
γονατάγρα, γονατοειδής, γονατοκήλη, γονυαλγία, γονυκαμπής, γονυκαμψία, γονύκοιλος, γονυστεφής. (Β' συνθετικό) αγόνατος
αρχ.
διγόνατος, μονογόνατος, ολιγογόνατος, πολυγόνατος
νεοελλ.
γοργογόνατος, τρεμογόνατος].