παραρθρέω
English (LSJ)
A to be partially dislocated, ἄρθρον παραρθρῆσαν Hp.Art. 17 codd., cf. Apollon. Cit.2, Gal.UP12.10, 15.7, Heliod. ap. Orib.49.14.7. II trans., dislocate, v.l.in Pl.Ax.367b.
German (Pape)
[Seite 496] verrenken, Hippocr. u. a. Medic.; übertr., Plat. Ax. 367 b.
Russian (Dvoretsky)
παραρθρέω: вывихивать, поражать члены, увечить Plat.
Greek (Liddell-Scott)
παραρθρέω: ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. ἐξαρθρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραρθρέω [παρά, ἄρθρον] met acc. verrekken; intrans. ontwricht zijn.