παραρθρέω
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
A to be partially dislocated, ἄρθρον παραρθρῆσαν Hp.Art. 17 codd., cf. Apollon. Cit.2, Gal.UP12.10, 15.7, Heliod. ap. Orib.49.14.7.
II trans., dislocate, v.l.in Pl.Ax.367b.
German (Pape)
[Seite 496] verrenken, Hippocr. u. a. Medic.; übertr., Plat. Ax. 367 b.
Russian (Dvoretsky)
παραρθρέω: вывихивать, поражать члены, увечить Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραρθρέω [παρά, ἄρθρον] met acc. verrekken; intrans. ontwricht zijn.
Greek (Liddell-Scott)
παραρθρέω: ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. ἐξαρθρέω.
Greek Monolingual
παραρθρέω και παραρθρόω, Α
1. παθαίνω μερική εξάρθρωση
2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αρθρῶ (< -αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξαρθρώ].
Translations
dislocate
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad