διοριστικός
English (LSJ)
ή, όν, A capable of distinguishing, S.E.M.10.128: -ιστική (sc. τέχνη), ἡ, Syrian.in Metaph.56.3. 2 limiting, Iamb.in Nic.pp.88,89 P.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que separa, que divide, ἐνέργεια Iren.Lugd.Haer.1.3.5.
2 que separa, que marca una separación τὸ (διάστημα) διοριστικὸν τῶν ἡμιπηχυαίων S.E.M.10.128, ἄρθρον διοριστικὸν δεκάδων καὶ ἑκατοντάδων Iambl.in Nic.88
•subst. ἡ δ. la delimitación, la capacidad de delimitar κατὰ τὸν Ὠκεανόν Dam.in Phd.241.
II que distingue γνῶσις Syrian.in Metaph.56.3
•que hace distinciones, que precisa διοριστικώτερον αὐτὸν εἰσάγει λέγοντα ... Sch.D.22.26b.
Greek (Liddell-Scott)
διοριστικός: -ή, -όν, διακριτικός, διάκρισιν παρέχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 128.
Russian (Dvoretsky)
διοριστικός:
1 разграничивающий, размежевывающий (τῶν διαστημάτων Sext.);
2 разграничивающий, различающий (τοῦ τε ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψευδοῦς Sext.).
German (Pape)
ή, όν, abgrenzend, unterscheidend, τοῦ τε ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψευδοῦς Sext.Emp. adv. math. 7.64.