αὐθωρεί

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. αὐθωρόν, Adv. fr. αὐθωρός.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.

Russian (Dvoretsky)

αὐθωρεί: Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.

Greek Monolingual

(AM αὐθωρεί και αὐθωρί και αὐθωρόν) αυθωρός
την ίδια στιγμή, αμέσως.

Spanish

inmediatamente

German (Pape)

zu derselbigen Stunde, Cic. Attic. 2.13; oder αὐθωρί Plut. garrul. 20.