αυθωρός

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

αὐθωρός, -όν (AM)
αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -ωρος < ώρα].