Μακεδονικός
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Macédoine.
Étymologie: Μακεδών.
Russian (Dvoretsky)
Μᾰκεδονικός: македонский Her., Xen. etc.