παρρησιαστής

Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, outspoken person, Arist.EN 1124b29, Phld.Lib.p.62 O. (pl.), D.S.14.5, Luc.Deor.Conc.3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui parle franchement.
Étymologie: παρρησιάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησιαστής -οῦ, ὁ [παρρησιάζομαι] vrijmoedig spreker:. παρρησιαστὴς... διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι vrijmoedig sprekend omdat hij anderen minacht Aristot. EN 1124b29.

German (Pape)

ὁ, der freimütig Sprechende; Arist. eth. 4.3; Luc. deor. conc. 3 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

παρρησιαστής: οῦ 2 ὁ откровенно высказывающийся, прямодушный человек Arst., Luc., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, ἐλευθερόστομος ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρρησιάζομαι
αυτός που μιλά με παρρησία.

Greek Monotonic

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.

Middle Liddell

παρρησιαστής, οῦ, ὁ, [from παρρησιάζομαι
a free speaker, Arist.