ομιλητής

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) ομιλώ
νεοελλ.
πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής
μσν.-αρχ.
ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.)
αρχ.
1. διδάσκαλος, κήρυκας
2. αυτός που έχει πείρα από κάτι.