διόρισις

Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.

Russian (Dvoretsky)

διόρῐσις: εως ἡ Plat., Arst. = διορισμός.

Greek (Liddell-Scott)

διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.

Greek Monolingual

διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.

Greek Monotonic

διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from διορίζω n n
distinction, Plat.