decisión
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
Spanish > Greek
αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, ψήφισμα, ϝαδά