πρεσβυτικῶς
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
French (Bailly abrégé)
adv.
comme les vieillards.
Étymologie: πρεσβυτικός.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβῡτικῶς: по-стариковски (ἀσπάζεσθαί τινα Plut.).