συλλογιστικῶς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
en raisonnant.
Étymologie: συλλογιστικός.
Russian (Dvoretsky)
συλλογιστικῶς: силлогистически (λέγειν Arst.).
adv.
en raisonnant.
Étymologie: συλλογιστικός.
συλλογιστικῶς: силлогистически (λέγειν Arst.).