συμβατικῶς
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des dispositions conciliantes.
Étymologie: συμβατικός.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτικῶς: примирительно: σ. ἔχειν Plut. быть склонным к примирению.