ἐμπαρίεμαι
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
French (Bailly abrégé)
seul. Pass.
se relâcher, s'émousser contre, τινι.
Étymologie: ἐν, παρίεμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαρίεμαι: ἐξαντλοῦμαι, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
fig. caer, precipitarse en c. dat. τοῖς τῆς φιλοσαρκίας ἐμπαρείσης (τῆς γῆς) τέλμασιν Cyr.Al.M.70.1204D, ὠδῖσί τ' ἐμπαρειμένη Chr.Pat.13.