ακούραστος
From LSJ
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
Greek Monolingual
-η, -ο κουράζω
1. αυτός που δεν κουράστηκε
2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος.
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
-η, -ο κουράζω
1. αυτός που δεν κουράστηκε
2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος.