κουράζω Search Google

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

κουράζω)
1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά»)
2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον
μσν.
1. τιμωρώ κάποιον
2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά. Η μσν. σημ. «τιμωρώ» οφείλεται προφανώς στο ότι το κόψιμο τών μαλλιών εθεωρείτο τιμωρία
από τη σημ. «τιμωρώ» η λ. εξελίχθηκε στη σημ. του «προκαλώ κόπωση, καταπονώ»].