ἀσύμφυρτος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

German (Pape)

[Seite 380] nicht gemengt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφυρτος: -ον, μὴ συμπεφυρμένος, ἄμικτος, Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.

Spanish (DGE)

-ον
1 no fusionado o mezclado, distinto καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.DN M.3.896A.
2 carente de confusión, ordenado εὐταξία Dion.Ar.CH M.3.240A, τάξις Dion.Ar.EH M.3.377A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμφυρτος, -ον) συμφύρω
1. χωρίς σύμφυρση, αμιγής, καθαρός
2. χωρίς ακαταστασία, τακτικός.