χαροποιώ

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

χαροποιῶ, -έω, ΝΜΑ χαροποιός
φέρνω σε κάποιον χαρά, κάνω κάποιον να χαρεί, του δίνω χαρά («τα νέα του μέ χαροποίησαν»).