χαροποιώ
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
χαροποιῶ, -έω, ΝΜΑ χαροποιός
φέρνω σε κάποιον χαρά, κάνω κάποιον να χαρεί, του δίνω χαρά («τα νέα του μέ χαροποίησαν»).