αστρονόμος
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ο, η (AM ἀστρονόμος)
αυτός που ασχολείται με την αστρονομία
αρχ.
1. ο αστρολόγος
2. ο κατεξοχήν αστρονόμος, ο Πτολεμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -νομος < νέμω.