μετριοφιλής

Revision as of 04:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.

Greek Monolingual

μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο-φιλής].