δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο, θηλ. υπναρού, Ναυτός που του αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + κατάλ. -αράς (πρβλ. δουλευτ-αράς, χορευτ-αράς)].