καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
το (Μ μουσούδι[ν])
1. ρύγχος ζώου
2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ν) (πρβλ. μουσ-ίτσα)].