Πυθώθεν

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

και Πυθόθεν Α
επίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήνα-θεν)].