noble
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aEnglish > Greek (Woodhouse)
adjective
of birth: P. and V. γενναῖος, εὐγενής, Ar. and V. ἐσθλός, V. λαμπρὸς ἐς γένος.
eminent: P. and V. ἐκπρεπής. εὔδοξος, P. ἀξιόλογος, εὐδόκιμος,
celebrated: P. and V. λαμπρός, ὀνομαστός, ἐπίσημος, εὐκλεής; see famous.
of character: P. and V. γενναῖος. χρηστός, καλός, P. μεγαλόφρων, Ar. and V. ἐσθλός, V. φέριστος, ὑπέρτατος, εὐγενής.
of appearance: P. and V. σεμνός.
substantive
P. δυνατός, ὁ, P. and V. δυνάστης, ὁ.
Spanish > Greek
noble = ἀρχαῖος, ἀρχαιόγονος, ἀριστοκρατικός, ἀγέρωχος, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, ἀγλαός, ἀγδαβάτης, διογένητος, γεννάδας, γεννικός, γνήσιος, ἀγαθός
* Look up in: Google | Wiktionary | Wikcionario
(Translation based on the reversal of DGE)