μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
μυλαῖος, -ον (Α)1. αυτός που ασχολείται με μύλο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῖονο μύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος(πρβλ. πυργ-αίος)].