ολιγιστάκις
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
ὀλιγιστάκις (Α)
επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
ὀλιγιστάκις (Α)
επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].