ολιγιστάκις

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ὀλιγιστάκις (Α)
επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστάκις)].