ναυταρίδιον

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

German (Pape)

[Seite 233] τό, dim. zu ναύτης, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ναυταρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ναύτης, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, σ. 14 Α.

Greek Monolingual

ναυταρίδιον, τὁ (Α)
υποκορ. του ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + υποκορ. κατάλ. -αρίδιον (πρβλ. πλοι-αρίδιον)].