ναυταρίδιον
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
German (Pape)
[Seite 233] τό, dim. zu ναύτης, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ναυταρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ναύτης, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, σ. 14 Α.
Greek Monolingual
ναυταρίδιον, τὁ (Α)
υποκορ. του ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + υποκορ. κατάλ. -αρίδιον (πρβλ. πλοιαρίδιον)].