οξυκέρατος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
ὀξυκέρατος, -ον (Α)
οξύκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, -ατος (πρβλ. ορθο-κέρατος)].