Χαλκιδαίος

From LSJ
Revision as of 21:47, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χαλκιδαία, Ν
κάτοικος της Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφν-αίος)].