Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπίσθιος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀπίσθιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια
το πίσω μέρος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το μέσο του οπίσθιου χείλους του ινιακού τρήματος το οποίο αποτελεί κρανιομετρικο σημείο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νώτα, τα πισινά
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρελθόντα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπισθία
το πίσω μέρος
3. (για αστέρες) αυτός που ακολουθεί κατά την περιστροφή.
επίρρ...
όπισθίως (Α)
προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + κατάλ. -ιος (πρβλ. πρόσθ-ιος)].